- επικαθίστημι
- ἐπικαθίστημι (Α)1. τοποθετώ, εγκαθιστώ πάνω σε κάτι, ορίζω («φυλακάς ἐπικαθίστη», Δίων Κάσσ.)2. διορίζω κάποιον («κριτὰς ἐπικαθιστάναι», Πλάτ.)3. ιδρύω, καθορίζω επί πλέον4. καταβάλλω, πληρώνω επί πλέον5. συγκεντρώνω εμπόρευμα για παράδοση6. διορίζω κάποιον ως διάδοχο στη στρατηγία7. κάνω τη στρατιωτική άσκηση που λέγεται «αντικατάστασις», δηλ. προέλαση τού μετόπισθεν τμήματος, στο μέτωπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καθ-ίστημι «τοποθετώ»].
Dictionary of Greek. 2013.